- σκοταίος
- και σκοτιαῑος, -αία, -ον, θηλ. και -ος, Α1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο σκοτάδι (α. «ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον σκοταίους διελθεῑν τὸ πεδίον», Ξεν.β. «ἐνέδρας δὲ δεδιὼς σκοταίους», Πλούτ.)2. αυτός που γίνεται στη διάρκεια τής νύχτας, πριν από το πρωί3. αυτός που γίνεται μετά τη δύση τού ηλίου και στην αρχή τής νύχτας («ὁ Κῡρος ἤδη σκοταῑος ἀναγαγών», Ξεν.)4. (για πράγματα) σκοτεινός, μαύρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + κατάλ. -(ι)αῖος κατά το κνεφαῖος].
Dictionary of Greek. 2013.